- προσαφαιρώ
- -έω, Α1. αφαιρώ κάτι επί πλέον2. μέσ. προσαφαιροῡμαι, -έομαιαφαιρώ κάτι επί πλέον για τον εαυτό μου («προσαφαιρεῑταί τι τῶν ὑπαρχόντων ἤδη», Δημοσθ.)3. παθ. α) αποστερούμαι («πολλοὶ ταῑς ψυχαῑς καὶ ταφὴν προσαφηρέθησαν», Λιβάν.)β) γραμμ. υφίσταμαι και άλλη επί πλέον αφαίρεση.
Dictionary of Greek. 2013.